• Επάγγελμα Αργυροχρυσοχόος

    Σάββατο, 20 Ιανουαρίου 2024

    Εγχάρακτη ή σκαλιστή. Κτυπητή ή σηκωτή. Συρματερή ή φιλιγκράν, χυτή, σφυρήλατη. 

    Οι παραπάνω κατηγορίες είναι μόνο μερικές από τις πολλές που έχουν δημιουργηθεί όλα αυτά τα χρόνια στον κλάδο της αργυροχρυσοχοΐας, με τις τεχνικές να διδάσκονται από γενιά σε γενιά. 

    Με την αργυροχρυσοχοΐα να αποτελεί παράδοση πολλών αιώνων, από τους θαυμαστούς θησαυρούς των μυκηναϊκών τάφων και τα λαμπρά κοσμήματα της ελληνορωμαϊκής εποχής μέχρι την ελληνιστική περίοδο, είναι ξεκάθαρο πως δεν πρόκειται για ένα ακόμη επάγγελμα, αλλά για κομμάτι της πολιτιστικής μας κληρονομιάς και ιστορίας. 

    Διατηρώντας το δικό του εργαστήριο στην Κολοκοτρώνη, ο Κεβόρκ Κολανιάν, πρόεδρος του συλλόγου Αργυροχρυσοχόων Αθηνών με έτος ίδρυσης το 1917, έχει αποδείξεις πως η παρουσία τόσο του ιδίου όσο και άλλων αργυροχρυσοχόων στο κέντρο της Αθήνας δεν είναι καθόλου τυχαία.

    «Σε αυτό το ιστορικό τρίγωνο της Αθήνας έχουν βρεθεί αρχαία ελληνικά εργαστήρια αργυροχρυσοχοΐας από τον 5ο αιώνα Οπως βλέπετε, λοιπόν, η παρουσία μας εδώ είναι διαχρονική». 

    Ανάγκη για νέους τεχνίτες 

    Ωστόσο, ο πρόεδρος ενός από τους αρχαιότερους και μεγαλύτερους συλλόγους στην Ελλάδα με 2.500 μέλη, αναγνωρίζει πως ο κλάδος τα τελευταία χρόνια αφενός δεν έχει καταφέρει να συμβαδίσει με τις ανάγκες της εποχής, αναγκαζόμενος να αντιμετωπίσει εμπόδια από τα χρόνια της κρίσης, αφετέρου βαδίζει προς μία υπαρξιακή απειλή, καθώς το νέο «αίμα τεχνιτών» μειώνεται.

    «Στην Αθήνα υπάρχουν ΕΠΑΛ, όπως αυτό στο Μεταξουργείο που είναι άρτια οργανωμένο, αλλά έχει όλους κι όλους πέντε μαθητές. Αυτό οφείλεται κατά τη γνώμη μου στο γεγονός πως πλέον όλο και περισσότεροι νέοι γυρνούν την πλάτη τους στη χειρωνακτική εργασία, παρότι ο δικός μας κλάδος θεωρείται διαχρονικός και δημιουργικός» εξηγεί ο κ. Κολανιάν προσθέτοντας πως μία αντίστοιχη σχολή στον Κορυδαλλό έκλεισε λόγω των λιγοστών εγγραφών.

    Οπως εξηγεί ο ίδιος, η αγωνία πως σε λίγα χρόνια δεν θα υπάρχουν νέοι τεχνίτες είναι υπαρκτή, όπως και ο φόβος ότι μία εξειδίκευση θα χαθεί.

    «Αυτό που επιδιώκουμε είναι να εκσυγχρονιστούν οι σχολές αργυροχρυσοχοΐας, να καταργηθεί ο φόρος πολυτελείας και να ενταχθεί το κόσμημα στην τουριστική καμπάνια της χώρας μας. Επίσης θα θέλαμε να συνεργασθούμε με μουσεία ώστε να κρατήσουμε ζωντανή την ιστορία μας. Πρέπει να βρεθούν τρόποι ώστε να καταλάβει η νέα γενιά πως το επάγγελμά μας δεν ανήκει στο παρελθόν, ενώ χρέος μας είναι να διαφυλάξουμε την ιστορία του κοσμήματος σαν κόρη οφθαλμού», τονίζει. 

    Κάνοντας μία περιήγηση στο εργαστήριο του κ. Κολανιάν, γνωρίζουμε τον τεχνίτη Χάρη Μπόγρη, ο οποίος χαράζει, σκαλίζει και δίνει μορφή στον χρυσό και το ασήμι εδώ και 30 χρόνια, καθώς «κόλλησε» το μικρόβιο της τέχνης από τον πατέρα του.

    Οπως εξηγεί στην «Κ», η δημιουργία ενός κοσμήματος από το μηδέν θέλει κατάθεση ψυχής. «Σε πολλούς τεχνίτες είναι έμφυτο, σε άλλους έρχεται μόλις μάθουν τέχνη, ενώ μερικοί το συνειδητοποιούν αφού ολοκληρώσουν τα πρώτα τους σχέδια. Το μόνο σίγουρο είναι πως πρόκειται για μία ομαδική εργασία».

    Δίπλα του είναι ο Αναρέκ, ο νεότερος του εργαστηρίου, μόλις 19 ετών. Ο ίδιος μαθητεύει στη σχολή ΕΠΑΛ του Γαλατσίου και μαθαίνει τη δουλειά από τον κ. Μπόγρη και τον Κεβάκ. 

    Ο Κεβάκ όταν ήρθε από τη Βηρυτό στην Αθήνα ήξερε, όπως μας λέει, να φτιάχνει κοσμήματα, καθώς στον Λίβανο υπάρχει εξίσου μεγάλη παράδοση. Ο ίδιος θυμάται τα καλοκαίρια του, ως μαθητής γυμνασίου ακόμη, να παρατηρεί τους τεχνίτες σε ένα εργαστήριο. 

    «Κάποια στιγμή άρχισαν να μου αναθέτουν και μένα μικρομαστορέματα ώστε να βγάζω το χαρτζιλίκι μου. Ετσι όταν έφτασα στην Ελλάδα ήξερα ήδη μία τέχνη για να βιοποριστώ», αναφέρει ο Κεβάκ. 

    Μία συνεχιζόμενη κρίση

    Ο Γιώργος Πονηρός ανέλαβε μαζί με τον αδελφό του την επιχείρηση του πατέρα του την περίοδο της οικονομικής κρίσης. 

    «Τότε κάναμε χονδρική, ωστόσο εξαιτίας της οικονομικής κρίσης μονόδρομος για εμάς ήταν η λιανική πώληση κι έτσι ανοίξαμε μαγαζιά σε Μύκονο και Σαντορίνη», τονίζει στην «Κ» ο κ. Πονηρός επισημαίνοντας πως δέκα χρόνια μετά –αφότου ανέλαβε την εταιρεία– η φθίνουσα πορεία του κλάδου δεν έχει σταματήσει. 

    «Αν επιθυμείς στην Ελλάδα να αγοράσεις ένα κόσμημα άνω των 1.000 ευρώ έχεις επιβάρυνση ΦΠΑ 34% με το “καλημέρα”. Αυτό κατά τη γνώμη μου είναι ο νούμερο ένα λόγος που η αργυροχρυσοχοΐα δεν γνωρίζει καμία άνθηση τα τελευταία χρόνια».

    Η θέσπιση του φόρου πολυτελείας το 2011 έγινε σε μία εποχή που η τιμή του χρυσού ήταν εμφανώς μειωμένη σε σχέση με σήμερα, όπως και το ΦΠΑ, καθώς τότε η τιμή του χρυσού ήταν 11 χιλιάδες το κιλό, ενώ σήμερα το ένα κιλό αντιστοιχεί σε 60 χιλιάδες.

    «Θα σας πω ένα απλό παράδειγμα. Αν κάποιος διατηρεί κατάστημα κοσμημάτων στην Κέρκυρα και τα εισάγει από την Ιταλία, δηλαδή προχωρήσει σε μία ενδοκοινοτική συναλλαγή, θα έχει μηδενικό ΦΠΑ. Ωστόσο σε εμάς έχει 24% ΦΠΑ και φόρο πολυτελείας επιπλέον 10%. Εσείς τι πιστεύετε θα προτιμήσει;», αναρωτιέται ο κ. Πονηρός προσθέτοντας πως πολλοί έχουν στραφεί στην πώληση ρούχων ή κινητών, τα οποία αν και κοστίζουν πολλές φορές άνω των 1.000 ευρώ, δεν επιβαρύνονται από τον συγκεκριμένο φόρο.

    Ο ίδιος δεν ξεχνά πάντως να κάνει και την αυτοκριτική του, τονίζοντας πως ο κλάδος δεν κατάφερε να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα της εποχής και να παραμείνει ελκυστικός στη νέα γενιά, καθώς μονίμως έπρεπε να «κλείνει» μπαλώματα του παρελθόντος. 

    «Πολύ νέοι δεν παραμένουν στον κλάδο διότι επιλέγουν κάτι πιο γρήγορο και πιο “ανάλαφρο”. Για να μπεις στο εργαστήριο πρέπει να έχεις το μικρόβιο, το σαράκι, καθώς και άοκνο κέφι να ασχοληθείς με το έργο σου. Σε εμάς οι περισσότεροι τεχνίτες και τεχνίτριες έχουν κλείσει μία 30ετία σε αυτό το κτίριο», καταλήγει. 

    Τέχνη χωρίς τέλος 

    Από την άλλη πλευρά της Ερμού, στην πλατεία Καρύτση ο κ. Πέτρος διατηρεί το δικό του μικρό εργαστήριο πάνω από 50 χρόνια. 

    Ο ίδιος πλέον έχει την ικανότητα να αναγνωρίσει αν φοράς χρυσά κοσμήματα από μέτρα μακριά χωρίς να ρίξει καν δεύτερη ματιά. 

    «Την τέχνη μού την έμαθε ο γαμπρός μου, αφότου ήρθαμε από τη Μικρά Ασία», εξηγεί ο ίδιος στην «Κ» λέγοντας πως ποτέ δεν είδε το επάγγελμά του ως εργασία, παρόλο που –όπως μας είπαν γείτονές του– ακόμη και στα 83 του χρόνια αφιερώνει ατελείωτες ώρες για να τελειοποιήσει το κόσμημα που κρατά στα χέρια του.

    Στα χέρια του κρατά ένα ζευγάρι χρυσούς κρίκους με χάντρες. Είναι το τελευταίο του έργο και σκοπεύει να το τελειοποιήσει σήμερα. «Στην τέχνη δεν υπάρχει τέλος. Μπορείς να κάνεις έναν κρίκο άπειρες φορές και κάθε φορά να είναι διαφορετικός», εξηγεί. 

    Ωστόσο το παράπονό του δεν κρύβεται πίσω από το χρυσό ούτε το ασήμι. «Η νέα γενιά δεν ενδιαφέρεται πια γι΄ αυτήν την τέχνη. Δεν τους αδικώ, υπάρχουν πολλά νέα πράγματα για να ανακαλύψουν ακόμη. Κι εγώ πίστευα πως κάποτε θα συνεχίσει αυτή τη μικρή επιχείρηση ο γιος μου, αλλά ο ίδιος δεν ήθελε», σημειώνει δείχνοντας συνειδητοποιημένος ως προς το προδιαγεγραμμένο μέλλον της μικρής του επιχείρησης. 

    Οπως λέει άλλωστε, η δική του επιχείρηση ήταν πάντα αρκετά μικρή ώστε να προσελκύσει νέους βοηθούς, καθώς δεν θα μπορούσε να τους δίνει έναν «μισθό της προκοπής». 

    «Δεν ξέρω αν θα θυμούνται εμένα ή τα έργα μου, καθώς η αλήθεια είναι πως σε αυτό το μικρό διαμέρισμα έχω περάσει μία ολόκληρη ζωή. Σίγουρα όμως κάθε μου δημιούργημα έγινε με αγάπη και αφοσίωση», καταλήγει.

    «Θέλω να εξελίξω την κληρονομιά σε έναν κλάδο που έχει πάρει την κατιούσα»

    Στην άκρη της πλατείας Καρύτση, στην οδό Παρνασσού, ο 29χρονος Αντώνης Κουζούπης μιλάει στο τηλέφωνο με τους συνεργάτες του από το Ριάντ και τη Νέα Υόρκη. Ο ίδιος αποφάσισε να μην αξιοποιήσει το πτυχίο του από τη Σχολή Ναυπηγών Μηχανολόγων Μηχανικών προκειμένου να αναλάβει την επιχείρηση του πατέρα του.

    «Είμαι η τρίτη γενιά. Το πρώτο εργαστήριο αργυροχρυσοχοΐας το άνοιξε ο παππούς μου στην Κωνσταντινούπολη το 1947. Το ΄64 με τις απελάσεις των Ελλήνων, το εργαστήριο μεταφέρθηκε στην Αθήνα και έκτοτε κάνουμε αποκλειστικά χονδρική, έχοντας συνάψει συνεργασίες σε 120 καταστήματα στην Ελλάδα», εξηγεί ο ίδιος.

    Στην ερώτηση αν ήταν δική του απόφαση να γυρίσει στην οικογενειακή επιχείρηση, η απάντηση ήταν «ναι». «Στόχος μου είναι να εξελίξω μία κληρονομιά σε έναν κλάδο που έχει πάρει την κατιούσα. Θεωρώ βέβαια πως ακόμη παραμένει κλειστός χώρος καθώς ο μέσος όρος ηλικίας είναι 55-70, ωστόσο στόχος μου είναι να συνεισφέρω με νέες ιδέες προκειμένου να φτάσουμε κάποια ευρωπαϊκά πρότυπα. Ηδη κάνω ανακαίνιση στο εργαστήριο ώστε να φέρω εργαλεία νέας γενιάς», τονίζει. 

    Στη φράση «ευρωπαϊκά πρότυπα», ο πατέρας του, Ντίνος Κουζούπης, κουνάει το χέρι του με ένα ύφος αγανάκτησης. 

    «Στην Ελβετία η ωρολογοποιία διδάσκεται στα πανεπιστήμια. Εδώ κάποιος μετά βίας βρίσκει σχολή να μάθει την τέχνη μας», λέει.

    Εχοντας γυρίσει άπειρες εκθέσεις σε όλο τον κόσμο, ο κ. Ντίνος έχει δει τα ελληνικά σχέδια όπως ο μαίανδρος και οι κίονες να πρωταγωνιστούν στη διεθνή σκηνή, ενώ τα βυζαντινά στα οποία η οικογένεια έχει παράδοση, πλέον αποτελούν μία δική τους ξεχωριστή κατηγορία. Ωστόσο αναγνωρίζει και ο ίδιος πως η διατήρηση της κληρονομιάς είναι δύσκολη και απαιτεί συντονισμένη προσπάθεια. 

    Αίτημα ένταξης στην «Καλών Τεχνών»

    «Στο κομμάτι του κοσμήματος θεωρώ πως διατηρούμε την πρωτιά, το πρόβλημα όμως είναι πως όπως κάθε είδους βιοτεχνία έτσι κι εμείς προσπαθούμε να επιβιώσουμε καθώς δεν υπάρχει καμία μέριμνα. Εγώ ξέρω συναδέλφους που απογοητεύονται τόσο πολύ ώστε αποτρέπουν και τα παιδιά τους να γίνουν τεχνίτες ή να αναλάβουν την επιχείρηση», σημειώνει.

    Εχοντας διατελέσει πολλά χρόνια πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Βιοτεχνών Αργυροχρυσοχόων Κοσμηματοπωλών Ωρολογοπωλών, θεωρεί πως η μία αναγκαία λύση είναι η επιμόρφωση των νέων. 

    Αλλωστε όπως τονίζει ο αρχιτεχνίτης του εργαστηρίου τους, Ανέστης Πιλαβίδης, είναι τόσες πολλές οι τεχνικές που υπάρχουν στην αργυροχρυσοχοΐα που θα μπορούσε να σταθεί ως ανεξάρτητο μάθημα. 

    «Πριν 35 χρόνια που ήρθα στο εργαστήριο της οικογένειας είχα την ευκαιρία να μάθω από καλούς μαστόρους και γι΄ αυτό θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό. Σήμερα κάνω ό,τι μπορώ για να διαδώσω αυτές τις γνώσεις, ενώ με χαροποιεί ιδιαίτερα που πλέον εκτός από άνδρες τεχνίτες, βλέπω και γυναίκες μαθητευόμενες. Μακάρι αυτή η αγάπη για δημιουργία να μην τελειώσει ποτέ», καταλήγει. 


     

     

  • Πρόσφατα
    28-01-2022
    Η μιλανέζικη εταιρία κοσμημάτων Pomellato πρόσφατα παρουσ...
    22-01-2022
    Ο ιστορικός ελληνικός οίκος κοσμημάτων Λαλαούνης συνε...
    17-01-2022
    Στη μελέτη που ακολουθεί οι συγγραφείς Α. Κύρη και Μ. Μα...
    17-01-2022
    Cleopatra's Vault, η νέα συλλογή κοσμημάτων της Αμερικανίδας...