Κολιέ ονομάζεται το κόσμημα που φοριέται γύρω από το λαιμό. Η λέξη κολιέ που χρησιμοποιούμε είναι η γαλλική “collier”. Στα Ελληνικά η λέξη είναι περιδέραιο, που σημαίνει «γύρω από τον λαιμό» (δέρη = λαιμός). Τα περιδέραια συχνά αποτελούνται από αλυσίδες από τις οποίες κρέμονται διάφορα διακοσμητικά στοιχεία, ή πολύτιμες πέτρες.
Περιδέραια χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι σε όλους τους πολιτισμούς, και πολλές φορές κρεμούσαν από αυτά φυλακτά ή «βασκάνια», για να τους προφυλάσσουν από τις αρρώστιες και το «κακό μάτι». Τσόκερ (chocker) λέγεται το κοντό κολιέ 35-40 εκατοστά. Κολάρο (colar) είναι το κολιέ που είναι εφαρμοστό στο λαιμό. Ντεγκραντέ (graduated) είναι το κολιέ που τα στοιχεία του, μεγαλώνουν βαθμιαία, ξεκινώντας λεπτά στο λαιμό και καταλήγουν χοντρά στο κέντρο. Μενταγιόν (medallion-pendant) είναι ένα στοιχείο (σταυρός, μετάλλιο, κόσμημα) που κρέμεται στο μπούστο, από μία αλυσίδα ή ένα σχοινάκι δερμάτινο, μεταξωτό, κ.λ.π. Η ετυμολογία της λέξης ξεκινάει από την εληηνική λέξη μέταλλον. Στην αρχαία Ελληνική γλώσσα για το μενταγιόν χρησιμοποιείτο η λέξη περίαπτον, που ετοιμολογείται από το ρήμα περιάπτω που σημαίνει αναρτώ, κρεμώ. Στην λαϊκή παράδοση το κολιέ λέγεται «γιορντάνι», που προέρχεται από το τουρκικό “gerdan” που θα πει λαιμός.
Η εμβληματική φωτογραφία της Σοφίας Καστριώτη συζύγου του Ερρίκου Σλήμαν. Το περιδέραιο τα ενώτια και το διάδημα προέρχονται από τον θησαυρό της Τροίας. Τα κοσμήματα αυτά που έχουν την ονομασία "τα κοσμήματα της Ωραίας Ελένης" βρίσκονται σήμερα στο μουσείο Πρωτοιστορίας και Προϊστορίας του Βερολίνου.