Η κοκκίδωση ίναι μια αρχαία μέθοδος διακόσμησης των μετάλλων, η οποία ενίοτε ονομάζεται κοκκοποίκιλση. Κοκκοποίκιλτα αντικείμενα βρέθηκαν σε κοσμήματα της μινωικής Κρήτης από το 1800 π.Χ., και στον τάφο του Φαραώ Τουταγχαμών κατασκευασμένα το 1350 π.Χ. Η τεχνική αυτή έφτασε στο αποκορύφωμά της από τους Ετρούσκους και τους Έλληνες χρυσοχόους, από τον 8ο μέχρι τον 2ο αιώνα π.Χ. Τον 18ο μ.Χ. αιώνα στην Ευρώπη ήταν της μόδας το «Ετρουσκικό στυλ» κοσμημάτων που έμοιαζαν με τα κοσμήματα της Πομπηίας τα οποία βασίζονταν στην τεχνική της κοκκίδωσης.
Για να κατασκευαστεί ένα κοκκιδωτό κόσμημα, γίνεται συγκόλληση γρανών πάνω σε μια μεταλλική επιφάνεια. Οι γράνες τοποθετούνταιπάνω στο μεταλλικό έλασμα σύμφωνα με προσχεδιασμένα μοτίβα, ή τυχαία. Σήμερα στη δύση, αυτή η χειροποίητη τεχνική χρησιμοποιείται όλο και σπανιώτερα,, χρησιμοποιείται όμως ακόμη, στην Ινδία και Πακιστάν. Τα κοσμήματα που έχουν κοκκιδωτή εμφάνιση,συχνά κατασκευάζονται με τη μέθοδο της χύτευσης για λόγους παραγωγικότητας.
Το πασίγνωστο μενταγιόν του 17ου αιώνα π.Χ. είναι ένα από τα πλέον εμβληματικά κοσμήματα παγκοσμίως. Βρέθηκε σε τάφο στην Βασιλική νεκρόπολη του Χρυσόλακκου στα Μάλλια της Κρήτης. Σήμερα εκτίθεται στο Μουσείο Ηρακλείου. Παριστάνει τις μέλισσες γύρω από τον ήλιο. Παρατηρούμε αρμονική και ισορροπημένη χρήση της τεχνικής της κοκκίδωσης, μαζί με την τεχνική ρεπουσσέ, και φιλιγκράν.
Ένα ακόμη εξαιρετικό κόσμημα του αρχαίου κρητικού πολιτισμού. Το χρυσό δαχτυλίδι με την εξαιρετικής ακρίβειας κοκκιδωτή διακόσμηση βρέθηκε στην Πραισό και φυλάσσεται στο μουσείο του Ηρακλείου, Χρονολογείται από το 1200 π.Χ.