Είναι η επικάλυψη ενός μεταλλικού αντικειμένου με άργυρο. (Βλ. επιμετάλλωση). Ένα επάργυρο αντικείμενο είναι αδύνατον οπτικά να το ξεχωρίσουμε από ένα ίδιο αντικείμενο κατασκευασμένο από μασίφ ασήμι.
Πριν ανακαλυφθεί η ηλεκτρολυτική επαργύρωση, οι τεχνίτες επαργύρωναν τα αντικείμενα με τον εξής τρόπο : Πρόσθεταν ρινίσματα αργύρου σε δοχείο που περιείχε νιτρικό οξύ, και δημιουργούσαν νιτρικό άργυρο. Εν συνεχεία πρόσθεταν αλατόνερο και εκχύλισμα πικραμύγδαλου (ασνατούρι). Αραίωναν το μίγμα με βρόχινο νερό. Στο διάλυμα αυτό, βούταγαν το σκεύος και γινόταν η επαργύρωση. Κατά την διάρκεια της επαργύρωσης, ο τεχνίτης μετακινούσε φύλλα από τσίγκο μέσα στο διάλυμα για την δημιουργία στατικού ηλεκτρισμού, και έτσι διευκόλυνε την επαργύρωση. Η επαργύρωση εφαρμοζόταν σε χάλκινα, ή μπρούτζινα σκεύη. Στα ασημένια σκεύη που συχνά το κράμα ήταν μικρής περιεκτικότητας σε ασήμι (π.χ. 500ο), οι τεχνίτες πρόσθεταν στο κράμα αρσενικό, και το χρώμα του ασημιού, άσπριζε. Το κράμα αυτό το ονόμαζαν φαρμακερό ασήμι ή πικρασήμι.
Μεταλλικά προσωπεία επιχρυσωμένα και επαργυρωμένα από τον τάφο Α της Κατερίνης. Βρίσκεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης