Παραδοσιακά Ελληνικά κοσμήματα ή κοσμήματα της παραδοσιακής Ελληνικής φορεσιάς, ονομάζουμε τα κοσμήματα που παρήχθησαν τον 17ο, 18ο και τον 19ο αιώνα μ.Χ. στις περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από Έλληνες τεχνίτες. Οι Ελληνικές κοινότητες την περίοδο εκείνη ήταν σε οικονομική άνθιση και δημιούργησαν αξιόλογα κοσμήματα και εκκλησιαστικά σκεύη, αξιοποιώντας τις ίδιες τεχνικές που βρίσκουμε στα Βυζαντινά και στα αρχαιοελληνικά κοσμήματα. Το υλικό που χρησιμοποιούσαν ήταν συνήθως το ασήμι, συχνά μαλαμοκαπνισμένο (βλ. επιχρύσωση), στολισμένο με πολύτιμες πέτρες ή χρωματιστά γυαλιά. Τα θέματα ήταν νατουραλιστικά, ή μοτίβα που είχαν χρησιμοποιηθεί σε προγενέστερες περιόδους.
Τα πιο γνωστά κέντρα της αργυροχρυσοχοίας ήταν οι Καλαρρύτες τα Γιάννενα και το Συράκο στην Ήπειρο, η Στεμνίτσα και το Αίγιο στην Πελοπόννησο, η Σαφράμπολη στον Πόντο και η Λάρισα στη Θεσσαλία. Αξιόλογη παραγωγή είχαν και τα Αγγλοκρατούμενα ή Βενετοκρατούμενα Ιόνια νησιά, κυρίως η Ζάκυνθος και η Λευκάδα, τα Δωδεκάνησα, οι Κυκλάδες και η Κύπρος. Πάνω απ΄ όλα βέβαια η Κωνσταντινούπολη, κέντρο πολιτικής και οικονομικής ισχύος και εξαιτίας αυτών και κέντρο «μόδας» της εποχής. Κάποιοι από αυτούς τους τεχνίτες ήταν περιοδεύοντες, μαζί με τον εξοπλισμό τους. Σαν τέτοιοι αναφέρονται π.χ. οι Στεμνιτσιώτες, έργα των οποίων βρίσκονται σε απομακρυσμένα σημεία , όπως στην Παναγιά την Χοζοβιώτισσα στην Αμοργό, ή στην μονή Σινά.
Την περίοδο αυτή οι τεχνίτες είναι οργανωμένοι σε συντεχνίες τα λεγόμενα «ισνάφια», σε συνέχεια των Ρωμαϊκών «κολληγιών» (ή κολλεγίων), των Βενετσιάνικων artiscolae και των Βυζαντινών «σωματείων». Οι ονομασίες που είχαν αυτές οι συντεχνίες ήταν «ισνάφι των χρυσικών» (η αλλιώς κουγιουμτζήδες, ή τζοβαερητζήδες ή τζογιελιέρηδες), ή «ισνάφι των ασημιτζήδων» (ή αλλιώς κοεμτζήδες), το ισνάφι των χαλκωματάδων ( μπακιρτζήδες ή χαλκιάδες) Οι συντεχνίες αυτές ήταν πλήρως αυτοδιοικούμενες, και η αυτονομία που απολάμβαναν, ήταν κατοχυρωμένη με πολλά σουλτανικά φιρμάνια. Μία από τις παλαιότερες είναι της Ζακύνθου με καταστατικό του 1668. Στην Κωνσταντινούπολη υπήρχαν 25 ισνάφια χρυσικών, διαφορετικών ειδικοτήτων. Οι άνθρωποι αυτοί κατασκεύαζαν όλων των ειδών τα κοσμήματα που χρησιμοποιούμε και σήμερα, αλλά και άλλα πιο ιδιαίτερα, ανάλογα με τις παραδόσεις της κάθε περιοχής. Επίσης κατασκεύαζαν μεταλλικά είδη καθημερινής χρήσης, όπως μαχαιροπήρουνα, αλλά και εκκλησιαστικά είδη, εικόνες, ευαγγέλια κ.λ.π. Στη Στεμνίτσα υπήρχε εργαστήριο που έφτιαχνε καμπάνες. ʼλλοι χρυσικοί τέλος είχαν ειδικευτεί στην οπλουργία. Τα κοσμήματα που κατασκευάζονταν την περίοδο αυτή, είχαν διάφορα ονόματα, τα περισσότερα ξεχασμένα πια. Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι οι κοπέλες στις γιορτινές εμφανίσεις τους, αλλά ακόμα περισσότερο οι νύφες, στην εποχή που αναφερόμαστε, ήταν υπερβολικά στολισμένες, με βάση την σημερινή αισθητική. Είναι χαρακτηριστικό, ότι δεν υπήρχε σημείο του σώματος αλλά και ολόκληρης της φορεσιάς, που να μην ήταν στολισμένο με ένα ειδικό κόσμημα. Τα κοσμήματα αυτά, εκτός από αντικείμενα στολισμού και επίδειξης, είχαν και σκοπό αποθησαυριστικό για τις οικογένειες, λόγω της μεγάλης τους αξίας σε μικρό όγκο. Αυτό ήταν ιδιαίτερα σημαντικό για πληθυσμούς που δεν είχαν μόνιμη διαμονή, όπως βλάχους κ.λ.π.
Θα αναφέρουμε τα πιο χαρακτηριστικά παραδοσιακά κοσμήματα :
1) Τα γιορντάνια (ή αλλιώς χαρχάλια) Η λέξη ετυμολογείται από το τουρκικό “gerdan” που θα πει λαιμός. Τα γιορντάνια ήταν πλούσια κολιέ, που κρεμούσαν νομίσματα και άλλα στοιχεία, .
2) Το χαϊμαλί είναι το μενταγιόν, που στο κέντρο κρέμεται ένα φυλαχτό. Η λέξη προέρχεται από την τουρκική hamail, (αραβική hamalat) που θα πει κρεμαστό και στη συνέχεια, φυλαχτό. Η Ελληνική λέξη για το χαϊμαλί είναι «περίαπτον».Τα χαϊμαλιά την περίοδο στην οποία αναφερόμαστε, είναι συνήθως κουτάκια τετράγωνα ή στρογγυλά, που κρέμονται στο στήθος από αλυσίδα, και περιέχουν φυλακτικά ή αντιβασκανικά αντικείμενα, όπως τίμιο ξύλο, αγιοταφίτικα λουλούδια κ.λ.π.
3) Τα σκουλαρίκια, συνήθως κρεμαστά και μεγάλα που είχαν διάφορα ονόματα, κρικέλια, καμπάνες κ.λ.π.
4) Τα κιουστέκια (ή αλλιώς τσαπράζια ή γκρέπια),που ήταν βαριά επιστήθια κοσμήματα, που αποτελούνται από αρμαθιές αλυσίδες, οι οποίες ενώνονται με χυτά ή χειροποίητα στοιχεία.
5) Οι πόρπες (βλ.λ.) (ή αλλιώς τόκες ή βούκλες ή κλειδωτήρια), που ήταν τεράστιες αγκράφες για την ζώνη, συχνά μαλαμοκαπνισμένες.
6) Τα βραχιόλια, χυτά ή συρματερά, τα λεγόμενα μπελεζίκια, που συνήθως φοριόνταν πολλά μαζί.
7) Το διάδημα ένα κόσμημα που φοριόταν στο μέτωπο απ’ όπου κρέμονταν μαργαριτάρια, χρωματιστές πέτρες, νομίσματα, κ.α., και είχε διάφορα ονόματα, κορώνα, κουτελίτης, στόλος κ.λ.π.
8) Το τεπελίκι, που ήταν ένας δίσκος που φοριόταν στην κορυφή του κεφαλιού, απ’ όπου κρέμονταν αλυσίδες με χρωματιστές πέτρες. Αυτό συχνά συνδεόταν με αλυσίδες με το καπιτσάλι που ήταν ένας μικρότερος δίσκος που φοριόταν κάτω από το πηγούνι.
9) Διάφορες καρφίτσες, που τις έλεγαν καρφοβελόνες, σπλίγγες, τρέμολες κ.λ.π.
Το τεπελίκι ήταν ένα κόσμημα που φοριόταν στην κορυφή του κεφαλιού, όπως φαίνεται στην φωτογραφία. Το πολύ όμορφο αυτό αντικείμενο, αποτελείται από ένα μεγάλο ασημένιο δίσκο. Πάνω στο ασήμι έχει κολληθεί ένα λεπτό φύλλο χαλκού για να δημιουργεί φόντο. Πάνω στο φύλλο χαλκού, σχηματίζονται αμυγδαλόσχημα διακοσμητικά μοτίβα, με την τεχνική φιλιγκράν. Στο σχέδιο παρεμβάλλονται είκοσι σκαλιστά κοράλλια, στερεωμένα με καστόνια. Τα πέντε κοράλλια στο κέντρο σχηματίζουν σταυρό. Το τεπελίκι έχει κατασκευαστεί σε ένα από τα πολλά εργαστήρια που υπήρχαν στην Σαφράμπολη του Πόντου τον 19ο αιώνα. Το κόσμημα αυτό βρίσκεται σήμερα στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο. Ευχαριστούμε τους υπεύθυνους του μουσείου που μας επέτρεψαν τη φωτογράφιση του.